- κλοτοπεύειν
- κλοτοπεύωdeal subtlypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλοτοπεύω — (Α) 1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος] … Dictionary of Greek